αγαλτέρω

αγαλτέρω
Οικονομικός όρος που προέρχεται από τη βενετσιάνικη φράση dar a galder (= δίνω για επικαρπία). Λέγεται και αγαλτιέρω, αγαλτέρνω και γαλτέρνω. Στη Βενετία χρησιμοποιούσαν και την έκφραση istromento a galder. Η επικαρπία κτήματος δίνεται για καθορισμένο χρονικό διάστημα με καθορισμένο τίμημα.
* * *
και -ιέρω και -έρνω και γαλτέρνω
νέμομαι και επικαρπούμαι ένα κτήμα για ορισμένο χρονικό διάστημα και αντί ορισμένου χρηματικού ποσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απο την ενετ. φρ. dar agalder (= δίνω για επικαρπία) ή instromento agalder (= συμβόλαιο επικαρπίας)
το ρ. galder από το λατ. gaudēre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”